Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2013

Ας μιλήσουμε σοβαρά για το χιούμορ + Doug Stanhope - Observational comedy

Το έχω ξαναπεί: όσο χειροτερεύουν τα πράγματα (και τους τελευταίους μήνες χειροτερεύουν σταθερά), τόσο με απασχολεί ο ρόλος της κωμωδίας και του χιούμορ στις ζωές μας. Μ' άλλα λόγια, εποχές που είναι, καλή η πλακίτσα, καλό είναι να ξεχνιόμαστε με το γέλιο, αλλά ακόμα καλύτερο αν το γέλιο αυτό έχει κάποια σχέση με την πραγματικότητα γύρω μας. Κι όταν λέω πραγματικότητα δεν εννοώ (μόνο) τα καζανάκια ή τα αεροπλάνα. Γι' αυτό το λόγο, ακόμα κι αν το observational είναι συχνά πολύ αστείο, ακόμα κι αν αυτό το blog έχει (και θα συνεχίσει να έχει) πολλά βιντεάκια που απλά μας κάνουν να γελάμε, πιάνω τον εαυτό μου να ζητάει το κάτι παραπάνω από την κωμωδί (είτε σαν περιεχόμενο, είτε σαν στυλ και μορφή).
Πάνω σ' αυτούς τους προβληματισμούς λοιπόν, ένα κείμενο κι ένα βίντεο. Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο τεύχος 23 του περιοδικού barricada με τίτλο "ένα γέλιο θα τους θάψει;" και η αφορμή ήταν η φάρσα της Συντέλειας στη Λιάνα Κανέλλη, που μάλλον τώρα έχει ξεχαστεί (και πολύ θα μου άρεσε να ακούσω γνώμες κωμικών γι' αυτό αλλά και για το κείμενο). Ενώ στο βίντεο ο Doug Stanhope εξηγεί γιατί μισεί το observational comedy (αλλά τα χώνει και στους "τουρίστες της ζωής")....

Πάνε χρόνια από τότε που κάποιοι γράψανε το σύνθημα «ένα γέλιο θα σας θάψει». Βολονταριστική αλλά και παιχνιδιάρικη απειλή, ανήκει στην εποχή που τα κινήματα χρησιμοποίησαν τη φαντασία, τη δημιουργικότητα και το χιούμορ ενάντια στην τάξη αυτού του κόσμου. Που η ίδια η πράξη του γέλιου αποθεώθηκε σαν η εκρηκτική, απαγορευμένη χειρονομία κόντρα στην επισημότητα και την κυρίαρχη ηθική, ενάντια στις πειθαρχήσεις του σχολείου και της δουλειάς, απέναντι ακόμα και στη σοβαροφάνεια της αριστεράς και της «επαναστατικής» υψηλής πολιτικής. Τα κινήματα της δεκαετίας του ’60 και του ’70 ξεχώρισαν χάρη (και) σ’ αυτήν την αυθάδεια. Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα οι Μητροπολιτικοί Ινδιάνοι στην Ιταλία της δεκαετίας του ’70: στην ίδια γραμμή που ένωνε το dada με τους καταστασιακούς, χρησιμοποίησαν τον σαρκασμό και την ειρωνεία, τη σάτιρα και την παρωδία, τις αντιστροφές και τα λογοπαίγνια, για να μιλήσουν με μια νέα γλώσσα για τους καταναγκασμούς και τις πειθαρχήσεις της μισθωτής σκλαβιάς αλλά και για τον δογματισμό και την υποκρισία της αριστερής πρωτοπορίας.
Η νέα ασεβής, αιρετική γλώσσα έφτασε και στα μέρη μας, όπως πάντα με όχημα αισχρές μειοψηφίες: οι τοίχοι των (συχνά κατειλημμένων) σχολών στα τέλη των 70’s και στις αρχές των 80’s είναι αδιάψευστοι μάρτυρες. Το πνεύμα αυτό τροφοδότησε μια σειρά από υπόγειες εκφράσεις της αντι-κουλτούρας. Τα φανζίν κι αργότερα τα έντυπα δρόμου, είναι μόνο κάποιες από αυτές που άνθισαν τα χρόνια που οι μεσολαβήσεις είτε δεν υπήρχαν, είτε ήταν πολύ δύσκαμπτες για να συλλάβουν τις αθόρυβες ανταρσίες κόντρα στον συντηρητισμό και τη σοβαρότητα. Οι κατάλληλες μεσολαβήσεις όμως δε θα αργούσαν να εμφανιστούν και μάλιστα με ορμητική επιτυχία. Η συνταγή ήταν ήδη δοκιμασμένη στο εξωτερικό και γρήγορα φάνηκε ότι το νόμισμα της «προοδευτικής» αμφισβήτησης και του «δε θα γίνουμε σαν τους γονείς μας» είχε και άλλη όψη: τη «χαρά της ζωής» και την έκσταση, τη γρήγορη ανέλιξη, ένα νέο καλογυαλισμένο μικροαστισμό, με μια λέξη την κατανάλωση. Στα πρώτα βήματα του lifestyle, το γέλιο - πράξη επίθεσης μετατράπηκε γρήγορα σε αστραφτερό χαμόγελο, στο χαμόγελο της επιτυχίας. Ενόσω το lifestyle αποικιοποιούσε όλο και περισσότερες περιοχές της «αμφισβήτησης», έβρισκε ταυτόχρονα τον τρόπο να επενδύσει παλιές αξίες, όπως η πατρίδα και η μεταφυσική. Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’90, καθώς η πλειοψηφία της κοινωνίας στρεφόταν ενάντια στους νέους σκλάβους, τους μετανάστες, κι ενάντια στους βόρειους «ξυπόλητους» γείτονες, το δίπολο σεξ-φράγκα συμβάδιζε ανοιχτά κι αρμονικά με τις πιο ανθρωποφάγες ορέξεις. Εκεί που η παλιά κυρίαρχη ιδεολογία είχε καθήκον να κρύβει και να κουκουλώνει τη βαρβαρότητα, η νέα ιδεολογία του lifestyle ανέλαβε να την κάνει ελκυστική - γιατί όχι και αστεία. Το «χιούμορ» της «μαύρης τρύπας» του γνωστού Θέμου, εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ’90, ήταν η πιο ελεεινή και κραυγαλέα απόδειξη ότι το γέλιο όχι μόνο μπορεί να συνυπάρχει με τη βία και τον κυνισμό, αλλά και να τα συνοδεύει. Τα ανέκδοτα για τους Αλβανούς, τις ρωσίδες και τους εβραίους εκπαίδευσαν το - με αριστερές καταβολές - κοινό της Ελευθεροτυπίας στο χιούμορ του νικητή - επιτυχημένου.
Ήταν η χρυσή εποχή της ιδιωτικής τηλεόρασης αλλά ακόμα και τότε υπήρχε η δυνατότητα να γεννιούνται από τα κάτω, σε παρέες και σε υπο-κουλτούρες, χιουμοριστικές «μόδες», ανέκδοτα και αστεία, τα οποία οι ειδικοί της μεσολάβησης θα πάσχιζαν να ελέγξουν και να αξιοποιήσουν. Με το πέρασμα των χρόνων άρχισε να συμβαίνει το ανάποδο: η τηλεόραση να καθορίζει τι είναι αστείο και τι όχι και οι παρέες να αναπαράγουν τηλεοπτικές ατάκες (τύπου Λαζόπουλου). Πέρα από τη συνηγορία στον κυνισμό, αυτή η περίοδος έχει να επιδείξει αναρίθμητα δείγματα βλακείας και κακού γούστου (όπως και ελάχιστες συνήθως σουρεαλιστικές εξαιρέσεις). Όταν πια η τηλεόραση έφτασε στον κορεσμό και το κιτς θέαμα άρχισε να κουράζει και τους μαθημένους στα σκουπίδια τηλεθεατές, η «χιουμοριστική» διέξοδος βρέθηκε στην αυτοαναφορικότητα και την αυτογελοιοποίηση. Πρωταγωνιστής σ’ αυτό το εγχείρημα, που εκτός των άλλων πάντρεψε την τηλεόραση με την ανερχόμενη κουλτούρα του internet και του youtube, ήταν συμπτωματικά ο ίδιος σιχαμένος τύπος, ο Θέμος Αναστασιάδης.
Όπως και σε άλλες μορφές έκφρασης, έτσι και στο χιούμορ, το internet απελευθέρωσε και έδωσε διέξοδο σε μια σειρά από δημιουργικές δυνατότητες. Το ότι η επίσημη βιομηχανία της διασκέδασης ή η τηλεόραση στράφηκε πάλι στους ανώνυμους «κωμικούς», στα αστεία που κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα (ή καλύτερα από οθόνη σε οθόνη) και στο παρεϊστικο χιούμορ που πλέον διαδίδεται στα social media, δείχνει το αδιέξοδό της αλλά και τον πλούτο που μέχρι πρότινος πέρναγε συνήθως απαρατήρητος. Ωστόσο το διαδίκτυο δεν είναι απλά ένα νέο μέσο με περισσότερες δυνατότητες, ούτε μόνο μια νέα μορφή μεσολάβησης. Μετασχηματίζει διαρκώς στοιχειώδεις ανθρώπινες λειτουργίες όπως η μνήμη, η ακρόαση ή η προσοχή, πολλώ μάλλον περισσότερο σύνθετες διαδικασίες όπως το χιούμορ. Κι αφού η υπερσυσσώρευση πληροφοριών και ερεθισμάτων είναι κεντρική στη νέα κουλτούρα του internet, είναι μοιραίο ότι για κάθε ευφυές, ανατρεπτικό εύρημα, θα υπάρχουν δεκάδες ανούσιες και ανόητες κοινοτυπίες. Μ’ αυτήν την έννοια το internet μόνο σε ένα πολύ μικρό κομμάτι του είναι το «βασίλειο» της νέας δημιουργικότητας. Την ίδια στιγμή και σε μεγάλο βαθμό, αποθεώνει τη διανοητική φτώχια και το εφήμερο, την ευκολία και τη σύγχυση.
Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς: κάθε κοινωνία έχει το χιούμορ που της αξίζει. Και η ελληνική κοινωνία -ειδικά την εποχή της κρίσης- είναι ένα καλό παράδειγμα: ο πολλαπλασιασμός της φτήνιας, η αυτιστική αναπαραγωγή διαφημιστικών σλόγκαν, το δήθεν «cult», η επανάληψη των στερεοτύπων, είναι τα πιο συνηθισμένα μοτίβα και γίνονται φανερά εκεί που ο καθένας μπορεί να εκφραστεί ελεύθερα: στα social media. Όσο η σκέψη και η γλώσσα φτωχαίνουν, τόσο το γέλιο έρχεται παβλωφικά από παιδιάστικα αστεία. Όσο ο κυνισμός, η ψυχρότητα και η ακηδία γίνονται ο κανόνας, τόσο πιο φυσικός φαντάζει ο χλευασμός του κάθε φορά αδύνατου. Όσο η κοινωνία καταφεύγει στον μιλιταρισμό και στον κανιβαλισμό, τόσο το χιούμορ και η πλακίτσα λειτουργούν σαν «φυσικοποίηση» της βίας, σαν νομιμοποίηση της βαρβαρότητας, σαν κανονικοποίηση της φρίκης. Κι όσο η σκέψη και η κριτική αντιμετωπίζουν τις προκλήσεις (είτε λέγονται «οικονομικά μέτρα», είτε δ.ν.τ., είτε χρυσή αυγή) σχηματικά και συνθηματολογικά, τόσο τα σχετικά αστεία επιβεβαιώνουν τα στερεότυπα και τις βεβαιότητες που υποτίθεται ότι στοχεύουν να ανατρέψουν. Με δυο λόγια, εκεί που το χιούμορ θά ’πρεπε να ανατρέπει, να εκπλήσσει, να αμφισβητεί και να σαρκάζει, πλέον απλά επιβεβαιώνει την ενότητα αυτού του κόσμου και γίνεται το ανώδυνο συμπλήρωμα σε μια στρεβλή δημοσιότητα.
 Κάποιος έχει πει ότι το να αναλύεις το χιούμορ είναι σαν να κάνεις ανατομία σε βάτραχο: λίγοι ενδιαφέρονται και ο βάτραχος πεθαίνει. Όταν όμως η κυρίαρχη ιδεολογία και το πνεύμα της εποχής ναρκοθετούν αυτά που κάποτε ήταν όπλα των κινημάτων -το χιούμορ και την ειρωνεία- ίσως είναι ώρα να πεθάνουν μερικά βατράχια. Δε χρειάζονται ένα ζευγάρι γάντια του μποξ, μια πράκτορας-όψιμη κομμουνίστρια και μερικοί γελωτοποιοί-τηλεμαϊντανοί, για να συνειδητοποιήσουμε ότι η βαρβαρότητα μπορεί να προελαύνει και με χαμόγελο. Στην εποχή της γενικευμένης σύγχυσης και της συνύπαρξης φλυαρίας και κενότητας, το να ξαναανακαλύψουμε το χιούμορ σαν ανατροπή δε θα είναι εύκολη υπόθεση και θα περιλαμβάνει το να αμφισβητήσουμε κάθε δεδομένο: για τα όρια (ή τα «μη όρια») στη σάτιρα, για την ελευθερία του λόγου, για την πολιτική ορθότητα...


Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2013

Dylan Moran - Revolution

Χτες ήταν η δεύτερη επέτειος της επανάστασης στην Αίγυπτο και ο Dylan Moran εξηγεί με το μοναδικό του στυλ γιατί στη Δύση, και ειδικά στην Αγγλία, δεν θα μπορούσε να συμβεί κάτι αντίστοιχο...

Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2013

Pablo Francisco #4

Χτες είχε γενέθλια ο φίλος μου ο Δ. οπότε αφού δεν τον έχω δει να του πω χρόνια πολλά από κοντά, λέω να του αφιερώσω ένα βίντεο. Ο Pablo Francisco μπορεί να είναι φτηνός και το συγκεκριμένο κομμάτι να είναι στα όρια της πολιτικής ορθότητας του blog. Αλλά με τον Δ. έχουμε περάσει πολλά καλοκαιρινά βράδια αναπαράγοντας τις γελοιότητές του, οπότε νομίζω ότι είναι το κατάλληλο βίντεο...

Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2013

Louis C.K. - Why

Έψαχνα κάτι ξεχωριστό για το πρώτο post της νέας χρονιάς, αλλά ένας από τους αναγνώστες του blog με έβγαλε από το δίλημμα. Ο Βαγγέλης έστειλε τους (πολύ καλούς) υπότιτλους για το παρακάτω βίντεο του Louis CK την κατάλληλη στιγμή. Μόλις πρόσφατα είδα όλα τα επεισόδια του Louie και πραγματικά αξίζει το θόρυβο που έχει προκαλέσει (και τα βραβεία που έχει πάρει). Είναι αλήθεια αυτό που λένε: το Louie σπάει τους κανόνες της κωμωδίας και την πηγαίνει σε άλλο επίπεδο.
Εδώ θα δούμε ένα παλιότερο βίντεο του Louis C.K. από το πρώτο του ουσιαστικά special, πριν απογειωθεί μιλώντας για τη ζωή του χωρισμένου σαραντάρη με τις δύο κόρες. Το απόσπασμα ξεκινάει με το αστείο για τα ονόματα των παιδιών (που εν μέρει προκάλεσε και τη διαμάχη για τα "κλεμμένα" αστεία με τον Dane Cook) και συνεχίζει με ένα μοτίβο που αργότερα έγινε μόνιμο (και πιο βαθύ) στο stand-up του Louis CK: τον τρόπο που μιλάει για τις κόρες του, με αρκετές δόσεις ωμότητας και ειλικρίνειας.